- ζηλαῖος
- ζηλ-αῖος, α, ον, ([etym.] ζῆλος)A jealous, AP9.524.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζηλαίος — ζηλαῑος, α, ον (Α) [ζήλος Ι] ο ζηλότυπος … Dictionary of Greek
ζηλαῖος — jealous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλαῖον — ζηλαῖος jealous masc acc sg ζηλαῖος jealous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek